- απέκγονος
- ἀπέκγονος, ο, η (Α)1. μακρινός απόγονος2. τρισέγγονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεκγόνοις — ἀπέκγονος great great grandchild masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέκγονον — ἀπέκγονος great great grandchild masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek